- Τριπτόλεμος
- Τριπτόλεμος, ὁ,A Triptolemus, an Eleusinian, who spread the worship of Demeter, h.Cer.153, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Τριπτόλεμος — Triptolemus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπτόλεμος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε… … Dictionary of Greek
Триптолем — (Τριπτόλεμος, Triptolemus) герой цикла елевзинских и аттических мифов о Деметре, сын елевзинского царя Келея (по Гигину Елевзина, по аргивскому сказ. Трохила) и Метаниры (по др. Кофонеи, Гионы). По елевзинскому преданию, Деметра, в образе… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Τριπτολέμοιο — Τριπτόλεμος Triptolemus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπτολέμου — Τριπτόλεμος Triptolemus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπτολέμους — Τριπτόλεμος Triptolemus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπτολέμων — Τριπτόλεμος Triptolemus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπτολέμῳ — Τριπτόλεμος Triptolemus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπτόλεμε — Τριπτόλεμος Triptolemus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπτόλεμον — Τριπτόλεμος Triptolemus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek